Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δι' ἐλάσσονος

См. также в других словарях:

  • Ελασσόνος, δήμος — Δήμος (14.563 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Βαλανίδας, Γαλανόβρυσης, Ευαγγελισμού, Κεφαλόβρυσου, Παλαιοκάστρου, Στεφανοβούνου και… …   Dictionary of Greek

  • Ελασσόνος, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.880 τ. χλμ.) του νομού Λαρίσης, με πρωτεύουσα την Ελασσόνα …   Dictionary of Greek

  • Ελασσόνος, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Ελασσόνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί στους οποίους υπηρετούν συνολικά 65 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Αγίας Τριάδας Σπαρμού Ολύμπου και Γενεσίου της Θεοτόκου Κανάλων,… …   Dictionary of Greek

  • ἐλάσσονος — ἐλάσσων smaller gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρανέα Ελασσόνος — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 760 μ., 3.021 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 86 χλμ. ΒΔ της πόλης της Λάρισας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αντιχασίων …   Dictionary of Greek

  • τοὐλάσσονος — ἐλάσσονος , ἐλάσσων smaller gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • δρυμός — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 2.439 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται 18 χλμ. Β της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυγδονίας. Παλαιότερα ονομαζόταν Δρυμίγκλαβα. 2. Πεδινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγελισμός — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • ηπατογαστρικός — ή, ό φρ. «ηπατογαστρικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών πυλών τού ήπατος και τού ελάσσονος τόξου τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + γαστρικός < γαστήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»